πεζήν

πεζήν
πεζός
on foot
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιπέμπω — (Α) [πέμπω] 1. στέλνω ξανά ή κατόπιν («ἐπιπέμποντος τοῦ Μαζάρεος ἀγγελίας... παρεσκευάζοντο», Ηρόδ.) 2. στέλνω σε κάποιον («εἰ ὦν θεός ἐστι ὁ ἐπιπέμπων», Ηρόδ.) 3. (για ποινή από τους θεούς) στέλνω πάνω σε κάποιον, εναντίον κάποιου («δεσμοὺς καὶ… …   Dictionary of Greek

  • συμπαράγω — Α [παράγω] 1. συντελώ σε κάτι 2. οδηγώ κάτι κοντά και παράλληλα με κάτι άλλο («τὴν πεζὴν στρατιὰν συμπαράγειν παραπλεούσαις ταῑς ναυσίν», Διόδ.) 3. παθ. συμπαράγομαι γραμμ. (για λέξη) έχω παράλληλη, ανάλογη παραγωγή με άλλη λέξη …   Dictionary of Greek

  • χαρτοφύλαξ — Επώνυμο Κρητικών λογίων. 1. Ιωάννης. Ιατροφιλόσοφος, από την Κυδωνία που έζησε ανάμεσα στον 16o και 17o αι. Προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στο νοσοκομείο των Χανίων και στην ιταλική φρουρά κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανούκλας. Γι’ αυτές, το 1608 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”